χαράτσωμα

χαράτσωμα
το, -ατος
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρατσώνω, η επιβολή μεγάλου φόρου.
2. κάθε μεγάλη δαπάνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαράτσωμα — ώματος, το, Ν [χαρατσώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρατσώνω, η επιβολή και είσπραξη κεφαλικού φόρου 2. μτφ. α) η επιβολή βαριάς φορολογίας ή μεγάλου και αναιτιολόγητου προστίμου σε κάποιον β) απόσπαση χρημάτων με εύσχημο τρόπο γ) κάθε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”